- ἐπιθυμητῆς
- ἐπιθυμητόςdesiredfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθυμητής — ἐπιθυμητής, ὁ (και θηλ. ἐπιθυμήτειρα) (Α) [επιθυμώ] 1. αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται κάτι («τιμῆς ἐπιθυμηταί», Πλάτ.) 2. (απολ.) φίλος, ακόλουθος, οπαδός («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», Ξεν.) 3. αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο… … Dictionary of Greek
ἐπιθυμητής — ἐπιθῡμητής , ἐπιθυμητής one who longs for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… … Dictionary of Greek
ἐπιθυμητά — ἐπιθῡμητά̱ , ἐπιθυμητής one who longs for masc nom/voc/acc dual ἐπιθῡμητά , ἐπιθυμητής one who longs for masc voc sg ἐπιθῡμητά , ἐπιθυμητής one who longs for masc nom sg (epic) ἐπιθυμητός desired neut nom/voc/acc pl ἐπιθυμητά̱ , ἐπιθυμητός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορικός — ή, ό, Ν [συμπεριφορά] φρ. «συμπεριφορική θεραπεία» (ιατρ. ψυχολ.) είδος ψυχοθεραπείας που έχει ως αφετηρία της την υπόθεση ότι τα συμπτώματα τής ψυχικής νόσου οφείλονται σε κακή μάθηση και η οποία προσπαθεί να θεραπεύσει τη νόσο αυτή με μια αγωγή … Dictionary of Greek
ἐπιθυμητάς — ἐπιθῡμητά̱ς , ἐπιθυμητής one who longs for masc acc pl ἐπιθῡμητά̱ς , ἐπιθυμητής one who longs for masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπιθυμητά̱ς , ἐπιθυμητός desired fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JEROBOAMUS I — JEROBOAMUS I. fil. Nabati. Israelis Rex impius. 1. Reg. c. 11. v. 26. 2. Par. c. 13. v. 19. et seqq. Ioseph. Antiqq. l. 8. ubi de eo: Γενναῖος καὶ πολμηρὸς, φύσει θερμὸς ὼν, καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων Decem tribus a Rehabeamo, Salomonis fil … Hofmann J. Lexicon universale
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek